-
1 маслёнка
-
2 маслёнка
[μασλιόνκα] ουσ. θ. βουτυροδοχείο -
3 маслёнка
[μασλιόνκα] ουσ θ βουτυροδοχείο -
4 маслёнка
-и θ.1. βουτυριέρα, βουτυροδοχείο.2. λιπαντήρας, λαδερό, λαδωτήρι, γρασαδόρος, ελαιοδόκη.
См. также в других словарях:
βουτυροδοχείο — το δοχείο στο οποίο βάζουμε βούτυρο, βουτυριέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)